- Ἀρριανόν
- Ἀρριανόςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιαπέμπομαι — Α 1. στέλνω κάποιον από πριν ως αγγελιαφόρο («προδιαπεμψάμενος τὸν Ἀρριανόν», Πολ.) 2. στέλνω προηγουμένως μήνυμα («προδιαπεμψάμενοι πρὸς αὐτόν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαπέμπομαι «στέλνω αγγελιαφόρους»] … Dictionary of Greek